σουρομαδώ

σουρομαδώ
σουρομαδάω см. σουρομαλλιάζω;

σουρομαδιέμαι, σουρομαδιούμαι — рвать на себе волосы (от горя, отчаяния)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σουρομαδώ" в других словарях:

  • σουρομαδώ — άω, Ν 1. σέρνω κάποιον από τα μαλλιά και τόν μαδώ 2. μέσ. σουρομαδιέμαι τραβώ τα μαλλιά μου από απελπισία ή λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συρομαδώ (< σύρω + μαδώ). Για την τροπή τού υ σε ου , πρβλ. ξυράφι: ξουράφι, σύρω: σούρ(ν)ω] …   Dictionary of Greek

  • σουρομαδώ — ξεριζώνω τις τρίχες της κεφαλής μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρομάδημα — το, Ν [σουρομαδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουρομαδώ …   Dictionary of Greek

  • τσουρομαδώ — άω, Ν σουρομαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρομαδώ, με τροπή τού σ σε τσ (πρβλ. τσυρίζω < συρίζω)] …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • τσουρομαδώ — βλ. σουρομαδώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»